- σιοφόρος
- σῐοφόρος, [dialect] Lacon.,A = θεοφόρος, IG5(1).212.57 ([place name] Sparta).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιοφόρος — ὁ, Α (λακων. τ.) θεοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + φόρος*] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek